- νεφελομαντεία
- ηη μαντεία που γίνεται με την παρατήρηση τών νεφών και τών σχημάτων τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + μαντεία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek
νεφομαντεία — η (Α νεφομαντεία) μαντεία η οποία ασκείται με παρατήρηση τού σχήματος και τής κίνησης τών νεφών, αλλ. νεφελομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + μαντεία] … Dictionary of Greek